σκευουργία

σκευουργία
σκευουργία, ,
A making of tools, implements, or gear, Pl.Plt.299d: also [full] σκευουργική (sc. τέχνη), , Poll.7.210.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σκευουργία — σκευουργίᾱ , σκευουργία making of tools fem nom/voc/acc dual σκευουργίᾱ , σκευουργία making of tools fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκευουργία — ἡ, Α 1. κατασκευή σκευών, εργαλείων ή πολεμικών εξαρτημάτων 2. κατασκευή προσωπείων και σκηνικών αντικειμένων, η σκευοποιΐα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκεῦος + ουργία (< ουργός < ἔργον*), πρβλ. μηχαν ουργία] …   Dictionary of Greek

  • σκευουργίας — σκευουργίᾱς , σκευουργία making of tools fem acc pl σκευουργίᾱς , σκευουργία making of tools fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκευουργικός — ή, όν, Α [σκευουργία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σκευουργία 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ σκευουργική (ενν. τέχνη) η σκευουργία* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”